επαινώ — επαινώ, επαίνεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαινώ — (AM ἐπαινῶ, έω) [αινώ] 1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.) μσν. νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος 1.… … Dictionary of Greek
ἐπαίνω — ἔπαινος approval masc nom/voc/acc dual ἔπαινος approval masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαίνῳ — ἔπαινος approval masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπαινῶ — ἐπαινῶ , ἐπαινέω approve pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαινῶ , ἐπαινέω approve pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπαινῶ , ἐπαινέω approve pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαινῶ , ἐπαινέω approve pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαίνωι — ἐπαίνῳ , ἔπαινος approval masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
διαφημίζω — (ΑΝ) διαδίδω, διασπείρω τη φήμη κάποιου σ όλους, κάνω κάτι γνωστό, διαλαλώ, διατυμπανίζω νεοελλ. 1. επαινώ δημόσια πρόσωπο ή πράγμα, ρεκλαμάρω («διαφημίζει τα κατορθώματά του») 2. επαινώ τις ιδιότητες, την ωφέλεια ενός πράγματος με σκοπό την… … Dictionary of Greek
επαίνεσις — ἐπαίνεσις, η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) [επαινώ] 1. η ενέργεια τού επαινώ, ο έπαινος 2. η επιδοκιμασία … Dictionary of Greek
ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η … Dictionary of Greek